χαράτσι

χαράτσι
το
(λ. τουρκ. από την αραβ.)
1. κεφαλικός φόρος στην περίοδο της τουρκοκρατίας: Για την απαλλαγή από τη στρατιωτική τους υπηρεσία οι Έλληνες πλήρωναν στους Τούρκους χαράτσι.
2. αναγκαστική εισφορά, πρόστιμο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χαράτσι — το / χαράτσιον, ΝΜ, και χαράτζι Ν (κατά την τουρκοκρατία) κεφαλικός φόρος υποχρεωτικός για τους Ορθοδόξους νεοελλ. μτφ. 1. πρόστιμο 2. (κατ επέκτ.) κάθε βαριά φορολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. harac] …   Dictionary of Greek

  • χαρατσώνω — Ν [χαράτσι] 1. επιβάλλω και εισπράττω χαράτσι 2. μτφ. α) επιβάλλω και εισπράττω βαρείς φόρους ή υπέρογκα πρόστιμα β) αποσπώ χρήματα με εύσχημο τρόπο …   Dictionary of Greek

  • Nikos Papazoglou — (griechisch Νίκος Παπάζογλου, * 20. März 1948 in Thessaloniki; † 17. April 2011 [1] ebenda) war ein griechischer Sänger und …   Deutsch Wikipedia

  • Nikos Papazoglou — Νίκος Παπάζογλου Datos generales Nacimiento 20 de Marzo, 1948 Origen …   Wikipedia Español

  • Nikos Papazoglou — Νίκος Παπάζογλου Background information Born 20 March 1948(1948 03 20) Origin …   Wikipedia

  • Níkos Papázoglou — Naissance 20 mars 1948 …   Wikipédia en Français

  • Папазоглу, Никос — В Википедии есть статьи о других людях с такой фамилией, см. Папазоглу. Никос Папазоглу …   Википедия

  • ακρόστιχον — Φορολογία των Βυζαντινών, που επιβαλλόταν στην έγγεια ιδιοκτησία. Οι φορολογούμενοι καταγράφονταν στο λεγόμενο υπομνηστικόν κατάστιχον, που κρατούσε ο γενικός λογοθέτης. Ήταν τακτική εισφορά και εκείνος που δεν «εισεκόμιζε» το ποσό που του… …   Dictionary of Greek

  • αχαράτσωτος — η, ο 1. αυτός που δεν πληρώνει ή δεν πλήρωσε χαράτσι, αφορολόγητος 2. όποιος δεν υποβλήθηκε σε δαπάνη παρά τη θέλησή του …   Dictionary of Greek

  • γυφτοχαρατζής — ο (επί τουρκοκρατίας) ακόλουθος τών έφιππων φορολόγων (σπαχήδων), οι οποίοι γύριζαν τις επαρχίες για την είσπραξη τού κεφαλικού φόρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γύφτος + χαρατζής «αυτός που εισέπραττε το χαράτσι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”